- ὀλιγωφελής
- ὀλῐγωφελής, ές, ([etym.] ὄφελος)A of little use, S.E.M.1.296: [comp] Comp., Herod. [voice] Med. ap. Orib.8.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγωφελής — ὀλιγωφελής, ές (Α) αυτός που ωφελεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ὀλιγωφελεῖς — ὀλιγωφελής of little use masc/fem acc pl ὀλιγωφελής of little use masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωφελές — ὀλιγωφελής of little use masc/fem voc sg ὀλιγωφελής of little use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωφελέστερος — ὀλιγωφελής of little use masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek